- γιορντάνι
- και γιουρντάνι και γκερντάνι, τοπεριδέραιο και ειδικότερα αυτό που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan ή gerden «το μπροστινό μέρος του λαιμού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιορντάνι — το (λ. τουρκ.), περιδέραιο στολισμένο συνήθως με νομίσματα: Της χάρισε ένα γιορντάνι κειμήλιο από την προγιαγιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιορντανάτος — η, ο [γιοοντάνι] 1. αυτός που φοράει γιορντάνι στον λαιμό* 2. (για πουλιά και ζώα) εκείνος που έχει στον λαιμό πούπουλα ή τρίχωμα με διαφορετικό χρώμα … Dictionary of Greek
γκερντάνι — το 1. βλ. γιορντάνι 2. προγούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan «λαιμός, περιδέραιο»] … Dictionary of Greek
κολαΐνα — η (Μ κολάϊνα) κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, περιδέραιο, γιορντάνι, κολιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. colagna] … Dictionary of Greek
gherdan — GHERDÁN, gherdane, s.n. (înv.) Şirag de mărgele, de mărgăritare, de pietre scumpe sau de galbeni (3). [var.: ghiordán s.n.] – Din tc. gerdan gât , gerdanlick colier . Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 GHERDÁN s. v. colan, colier, salbă … Dicționar Român
περιδέραιο — το κόσμημα πού φοριέται στο λαιμό, γιορντάνι, κολιέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)